Σε έναν κόσμο που
αλλάζει και που σίγουρα είναι διαφορετικός από εκείνον στον οποίο μεγαλώσαμε
εμείς ή –πολύ περισσότερο- οι προηγούμενες γενιές, τίθενται συνεχώς νέα
διλήμματα. Ένα από αυτά απευθύνεται στο σύγχρονο γονέα, ο οποίος καλείται να
αποφασίσει πώς θα μεγαλώσει το παιδί του και τι ελευθερίες θα του «παρέχει» όσο
αυτό γνωρίζει και ανακαλύπτει τον – χωρίς αμφιβολία – γεμάτο κινδύνους αλλά και
«θησαυρούς», έξω κόσμο. Η επιλογή αυτής της στρατηγικής ανατροφής των παιδιών
έχει δημιουργήσει δύο σχολές. Η μία είναι πιο προοδευτική και η άλλη (η
επικρατούσα) πιο συντηρητική. Η τελευταία, μάλιστα, γέννησε και φαινόμενα της εποχής μας. Ένα από αυτά είναι ο
υπερπροστατευτισμός. Η αλήθεια είναι πως καθημερινά όλο και περισσότεροι γονείς
καταφεύγουν σε αυτόν με τη λογική «καλύτερα ασφυκτικός έλεγχος παρά επικίνδυνη
ελευθερία». Όμως μήπως οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι βάζουν με αυτόν τον τρόπο μέσα
στο σπίτι τους έναν άλλο – μεγαλύτερο σε κάποιες περιπτώσεις- κίνδυνο; Με αυτές
τις σκέψεις κατά νου, σας παραθέτω, αγαπητοί γονείς ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε
σε ένθετο της εφημερίδας «ΤΟ ΒΗΜΑ» πριν λίγα χρόνια και σας καλώ να το
διαβάσετε με την ευχή να είναι η αφορμή, ώστε να σκεφτείτε λίγο πιο διαφορετικά
ή -αν θέλετε- λίγο πιο «σκεπτικιστικά» τα πράγματα. Ο τίτλος του είναι «Όλοι οι γονείς είναι δειλοί». Εγώ με τη
σειρά μου θα προσέθετα και ένα ερωτηματικό σε αυτόν. Είναι, όντως, όλοι οι
γονείς δειλοί;
Σας εύχομαι καλή
και «έξυπνη» ανάγνωση
Σπύρος Γεωργακόπουλος
«Όλοι οι γονείς είναι δειλοί»
Το εκπαιδευτικό ριάλιτι «World’s Worst Mom» («Η χειρότερη
μαμά του κόσμου») προβάλλεται από τα μέσα Ιανουαρίου στο Discovery Life
Channel. Το εμπνεύστηκε η Λενόρ Σκενάζι, η δημοσιογράφος από τη Νέα Υόρκη που
κέρδισε επάξια τον προαναφερθέντα τίτλο το 2008, όταν τόλμησε να ομολογήσει ότι
άφησε τον εννιάχρoνο γιο της να μπει μόνος του στο μετρό. Μαινόμενοι γεννήτορες
έπεσαν πάνω της να τη «λιντσάρουν» και κάπως έτσι πυροδοτήθηκε το ντιμπέιτ για
την ανελευθερία των σύγχρονων παιδιών. Σιγά σιγά η καμπάνια «εγρήγορσης» της Σκενάζι
άρχισε να κερδίζει έδαφος. Στο «World’s Worst Mom» η ίδια παρεμβαίνει για να
συνετίσει γονείς που «πνίγουν» τα παιδιά τους μέσα σε τόνους χαρτί αεροπλάστ,
αυτό με τις φυσαλίδες αέρα που χρησιμοποιείται για το περιτύλιγμα των
εύθραυστων δώρων.
Αυτοί οι γονείς είναι πλέον ο κανόνας. Οι ειδικοί
προειδοποιούν ότι τα σημερινά υπερπροστατευμένα και «μικροδιαχειριζόμενα»
παιδιά της Δύσης μεγαλώνουν χωρίς τα στοιχειώδη διδάγματα επιβίωσης. Μπορεί να
έχουν πλείστες (ακαδημαϊκές και άλλες) δεξιότητες, αλλά δεν είναι «street
smart» (περπατημένα, της πιάτσας). Ητοι ένα εννιάχρονο αγόρι σήμερα μπορεί να
παίζει στα δάχτυλα το MP4 ή το iPad, αλλά οι γονείς του τρέμουν να το αφήσουν
έστω και για μισή ώρα μόνο στο σπίτι ή να το στείλουν στο γειτονικό μάρκετ με
την προσφιλή λίστα: «Τυρί, ρύζι, καφέ, γάλα, Καμπά». Η δε απουσία ελεύθερου
(όχι κατευθυνόμενου) παιχνιδιού συνδέεται άρρηκτα με την κατάθλιψη και τις
αγχώδεις διαταραχές στην παιδική ηλικία (η συχνότητα των οποίων είναι, στις ΗΠΑ
τουλάχιστον, πενταπλάσια έως οκταπλάσια σε σχέση με το 1950) και βέβαια με την
πανδημία παιδικής παχυσαρκίας και διαβήτη τύπου 2. Τα παιδιά είναι πλέον
καταδικασμένα να ζουν κάτω από μια οργουελική, γονική επίβλεψη (σημειωτέον ότι
από τη δεκαετία του ’70 έως σήμερα η μέση απόσταση που μπορεί να διανύσει ένα
παιδί μόνο του στη Βρετανία μειώθηκε σχεδόν κατά 90%).
Το ντιμπέιτ γύρω από τις παρενέργειες του «helicopter
parenting» (όπως έχει βαφτιστεί η υπερπροστατευτική σχολή γονεϊκότητας)
τροφοδοτείται διαρκώς. Προ ημερών ο καναδός συγγραφέας Μάικλ Κρίστι έγραψε
στους «New York Times» ένα άρθρο με τίτλο «Ολοι οι γονείς είναι δειλοί» (μήνυμα
που διαπνέει και το πρόσφατο, αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του «If I Fall, If I
Die»). Το άρθρο είναι κατά το ήμισυ μια κατάδυση στα δικά του παιδικά χρόνια, όταν
ο ίδιος πέφτει θύμα μιας υπερπροστατευτικής (και αγοραφοβικής) μητέρας, η οποία
παλεύει να καταπνίξει τo πάθος του για το σκέιτμπορντ. Ως πιτσιρικάς
αντιστέκεται σθεναρά. Η μητέρα του συνεχίζει να παθαίνει κρίσεις πανικού κάθε
φορά που τον βλέπει να ανεβαίνει πάνω στη σανίδα, ο ίδιος συνεχίζει να βιώνει
τη μεταφυσική έξαψη του έφηβου σκέιτερ σπάζοντας σχεδόν νομοτελειακά κνήμες,
περόνες, σπονδύλους και δόντια. Στα 17 του αποφασίζει να σπάσει και το
γλιτσερό, μητρικό κουκούλι που τον κρατάει παγιδευμένο. Θα ζήσει για χρόνια
μακριά (γυρνάει στο σπίτι του στα 32 του, όταν η μητέρα του πεθαίνει πλέον από
καρκίνο).
Στο δεύτερο ήμισυ του άρθρου του ο Κρίστι σκύβει με
συγκατάβαση πάνω από το αμάρτημα της μητρός του ανακαλύπτοντας τη δική του
άτολμη γονεϊκότητα. Σαν κάτι να αλλάζει, μόλις γεννιέται ο γιος του:
«Βγαίνοντας με το παιδικό καρότσι στο κυκλοφοριακό χάος του μεσημεριού, ένιωσα
για πρώτη φορά συντονισμένος με την επικινδυνότητα του κόσμου τούτου, με την
ευαλωτότητα του ανθρώπου απέναντί της. Η πόλη έμοιαζε ξαφνικά να δονείται από
κινδύνους που για καιρό με άφηναν αδιάφορο: αυτοκίνητα που άλλαζαν απότομα
πορεία, εν δυνάμει απαγωγείς, τοξικά αέρια και πεταμένες βελόνες». Η κατάσταση
θα επιδεινωθεί: «Eφτασα στο σημείο να κλωτσήσω έναν σκύλο στο πάρκο γιατί μου
φαινόταν ότι πήγαινε να δαγκώσει τον μικρό». «Ποτέ δεν πίστευα ότι γονεϊκότητα
σημαίνει να μαθαίνεις να ζεις με αυτόν τον αδυσώπητο, οξύ φόβο» καταλήγει. Παρά
ταύτα, η υπερπροστασία παραμένει (όπως γράφει η Ανθή Δοξιάδη στο «Ρίζες και
φτερά», εκδ. Ποταμός) ένα είδος κακοποίησης. Το ταξίδι πάνω στη σανίδα εγγυάται
κινδύνους αλλά και γνώση ζωής.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 01 Μαρτίου 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου