Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2021

Κωνσταντίνος Κ. Χατζόπουλος: Η Φιλική Εταιρεία


Φόρος τιμής στον Απελευθερωτικό Αγώνα των Ελλήνων

 

Κωνσταντίνος Κ. Χατζόπουλος

Η Φιλική Εταιρεία

 

Η ίδρυση 

Η ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας αποτελεί ως σήμερα δυσεπίλυτο, αν όχι άλυτο, πρόβλημα[1]. Τρεις είναι οι επικρατέστερες εκδοχές: Η πρώτη εδράζεται σε όσα έχει  υποστηρίξει ο Εμμανουήλ Ξάνθος στα κείμενα που μας έχει καταλίπει[2]. Σύμφωνα με τον τελευταίο, η εταιρεία ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό της Ρωσίας από τον ίδιο, τον Νικόλαο Σκουφά και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ[3]. Η δεύτερη εκδοχή εδράζεται στις πληροφορίες που έδωσε ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος στον Ιωάννη Φιλήμονα, τον ιστορικό που συνέγραψε την πρώτη μελέτη για τη Φιλική Εταιρεία[4]. Σύμφωνα με όσα υποστήριξε ο τελευταίος, την μυστική οργάνωση ίδρυσαν στην Οδησσό στα μέσα του 1814 ο Σκουφάς, ο Τσακάλωφ και ο Αναγνωστόπουλος[5].  Η τρίτη εκδοχή εδράζεται στις πληροφορίες που έδωσε ο Πέτρος Σκυλίτζης-Ομηρίδης και πάλι στον Ιω. Φιλήμονα, σύμφωνα με τις οποίες η Φιλική Εταιρεία αποτελούσε «αναμορφωμένη συνέχεια» του «Ελληνόγλωσσου Ξενοδοχείου» του Παρισιού[6]. Η «αναμόρφωση» μάλιστα αυτή υποτίθεται ότι έγινε από τον Αθ. Τσακάλωφ, ο οποίος ήταν μέλος του «Ελληνόγλωσσου Ξενοδοχείου», και από τον Ν. Σκουφά, τον οποίο μύησε στην οργάνωση αυτήν ο Τσακάλωφ.

Θ’ αρχίσω κάπως ανορθόδοξα από την τρίτη εκδοχή. Οι πληροφορίες του Π. Σκυλίτζη-Ομηρίδη περιέχουν αναμφίβολα «δόση αληθείας», σε ό,τι αφορά τις ομοιότητες ανάμεσα στο «Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο» και τη Φιλική Εταιρεία. Ωστόσο, ο ισχυρισμός του ότι ο Τσακάλωφ, αφού μύησε το 1815 στη Μόσχα τον Σκουφά στην εταιρεία του Παρισιού, στη συνέχεια οι δυο τους «κατέβησαν εις Οδησσόν […] όπου ανεμορφώθη το σύστημα επί ταις αυταίς ως επί το πολύ βάσεσι»[7], ελέγχεται ως ανακριβής.  Κι αυτό γιατί ο μεν Σκουφάς «κατέβηκε» από τη Μόσχα στην Οδησσό τον Νοέμβριο του 1815[8], ενώ ο Τσακάλωφ τον Ιούλιο του 1817[9]. Όσο για την «αναμόρφωσιν του συστήματος», γνωρίζουμε ότι η «τελειοποίησις του Κανονισμού» της εταιρείας έγινε από τους Τσακάλωφ και Σκουφά στη Μόσχα το 1815[10]. Σ’ αυτά πρέπει να προσθέσω και το ότι ο Π. Σκυλίτζης-Ομηρίδης, αν έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας[11], δεν φαίνεται να υπήρξε ποτέ σημαίνον στέλεχός της. Συνεπώς, οι πληροφορίες του για την ίδρυση της οργάνωσης πρέπει να αντιμετωπιστούν με μεγάλη επιφυλακτικότητα.

Η πρώτη και η δεύτερη εκδοχή παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες και μία σημαντική διαφορά. Συγκεκριμένα, τόσο ο Ξάνθος, όσο και ο Αναγνωστόπουλος αποδέχονται ότι η Φιλική Εταιρεία ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό. Συμφωνούν επίσης και στα δύο από τα τρία πρόσωπα που φέρονται ως ιδρυτές, τον Τσακάλωφ και τον Σκουφά[12]. Η διαφωνία τους έγκειται στο «τρίτο πρόσωπο»: Ο μεν Ξάνθος δεν μνημονεύει τον Αναγνωστόπουλο[13], ενώ ο τελευταίος δεν μνημονεύει τον Ξάνθο. Το γεγονός αυτό προκάλεσε μακροχρόνια διαμάχη ανάμεσα στους δύο κορυφαίους Φιλικούς, οι οποίοι ως το τέλος της ζωής τους έριζαν για τα «πρωτεία» στην ίδρυση της μυστικής επαναστατικής οργάνωσης[14].

Χάρτης της Οδησσού (1814).

Ανεξάρτητα πάντως από την έριδα ανάμεσα στους δύο κορυφαίους Φιλικούς, στην οποία θα επανέλθω, οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, οι ιστορικοί που ασχολούνται με τη Φιλική Εταιρεία θεωρούν ως επικρατέστερη την άποψη που έχει υποστηρίξει ο Ξάνθος σχετικά με την ίδρυσή της. Κι αυτό για τους εξής, κατά τη γνώμη μου, λόγους: 1)  Σήμερα γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι οι Ξάνθος, Σκουφάς και Τσακάλωφ παρεπιδημούσαν στην Οδησσό κατά το χρονικό διάστημα από τον Φεβρουάριο ως τα τέλη Απριλίου του 1814[15]. 2) Ο Τσακάλωφ, σε επιστολή που έστειλε στις 8 Αυγούστου 1817 (π.ημ.) από την Οδησσό στον Ξάνθο που βρισκόταν στην ΚΠολη[16], ανέφερε ρητά ότι, πρώτον, είχαν συναντηθεί στο παρελθόν, δεύτερον, ότι τους συνέδεε «φιλία»[17] έστω και «ολιγοχρόνιος» και, τρίτον, ότι έκτοτε δεν είχαν ξανασυναντηθεί[18]. 3) Από τις τέσσερις επιστολές που έστειλε ο Τσακάλωφ από τον Βόλο και τη Σμύρνη στον Ξάνθο κατά το χρονικό διάστημα από τις 31 Μαρτίου ως τις 21 Μαΐου 1818 (π.ημ.)[19] προκύπτει ξεκάθαρα πως ο αποστολέας θεωρούσε τον παραλήπτη μέλος της μυστικής οργάνωσης, το οποίο μάλιστα γνώριζε τους κορυφαίους Φιλικούς. Και 4) οι ισχυρισμοί του Π. Αναγνωστόπουλου, δηλ. η δεύτερη εκδοχή, ότι ο Ξάνθος δεν είχε καμιά σχέση με την ίδρυση της εταιρείας αποδείχτηκαν ανακριβείς[20].

Ωστόσο, το γεγονός ότι δεν έχουν βρεθεί γραπτά τεκμήρια της περιόδου 1814-1816, τα οποία να επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς του Ξάνθου, γεννά το εξής εύλογο ερώτημα: Ιδρύθηκε πράγματι η Φιλική Εταιρεία στην Οδησσό, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος, ή απλώς εκεί έγιναν οι πρώτες συζητήσεις ανάμεσα στους τρεις Έλληνες που βρέθηκαν προφανώς τυχαία στη συγκεκριμένη πόλη; Αξίζει να θυμίσω εδώ πως ο Τσακάλωφ ήταν ήδη μέλος του «Ελληνόγλωσσου Ξενοδοχείου» και, επομένως, θεωρώ πολύ πιθανό να προσέγγισε τους Σκουφά και Ξάνθο, προκειμένου να επιχειρήσει να τους μυήσει στην εταιρεία του Παρισιού.

Για να απαντήσω στο παραπάνω ερώτημα, ανέτρεξα στους καταλόγους των μελών της μυστικής επαναστατικής οργάνωσης. Από αυτούς προκύπτουν τα εξής αδιαμφισβήτητα στοιχεία: 1) Η Φιλική Εταιρεία άρχισε τη δράση της στη Μόσχα στις 13 Δεκεμβρίου 1814, όπου ο Σκουφάς[21] μύησε τον Γεώργιο Σέκερη, ένα νεαρό έλληνα που σπούδαζε στο Παρίσι και παρεπιδημούσε τότε στην πόλη[22]. 2) Κατά τη διάρκεια του 1815 οι μοναδικές μυήσεις μελών στη μυστική οργάνωση έγιναν στη Μόσχα από τον Σκουφά[23]. 3) Ο Ξάνθος προέβη στην πρώτη μύηση μέλους στη Φιλική Εταιρεία μόλις στις 25 Ιουλίου 1818 (π.ημ.)[24]. 4) Οι Σκουφάς και Τσακάλωφ είναι τα μόνα από τα 16 μέλη της «Αρχής», δηλ. του μυστικού «Διευθυντηρίου» της εταιρείας, τα οποία δεν εμφανίζονται σε κανέναν από τους τρεις γνωστούς καταλόγους των Φιλικών ότι έχουν μυηθεί στη  μυστική επαναστατική οργάνωση.

Αν στα στοιχεία αυτά προσθέσουμε και τα εξής: 1) Ο Τσακάλωφ βρισκόταν στη Μόσχα από τα τέλη Απριλίου ή τις αρχές Μαΐου του 1814 ως τον Ιούλιο του 1817[25], 2) ο Τσακάλωφ και ο Σκουφάς «τελειοποίησαν τον Κανονισμό» της εταιρείας στη Μόσχα, όπως παραδέχτηκε ο Ξάνθος[26], και 3) ο Τσακάλωφ και ο Σκουφάς πήραν τα «ψηφία του αλφαβήτου» ΑΒ και ΑΓ αντίστοιχα, δηλ. τα πρώτα συμβολικά γράμματα που χρησιμοποιούσαν τα μέλη της «Αρχής» για την αλληλογραφία τους[27], καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι δύο αυτοί Φιλικοί υπήρξαν αναμφισβήτητα οι «θεμελιωτές»[28] της Φιλικής Εταιρείας.

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο Ξάνθος δεν έπαιξε κανένα ρόλο στην ίδρυση της εταιρείας. Αντίθετα, το πιθανότερο είναι πως, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος σε όλα τα κείμενα που μας άφησε, συμμετείχε στις συζητήσεις που έγιναν στην Οδησσό με τον Σκουφά και τον Τσακάλωφ από τον Φεβρουάριο ως και τον Απρίλιο του 1814, κατά τη διάρκεια των οποίων «αποφάσισαν να συστήσωσι μίαν Εταιρίαν, σκοπόν αμετάτρεπτον έχουσαν την ελευθέρωσιν της Πατρίδος»[29]. Ωστόσο, στην οργάνωση και στη δράση της εταιρείας αυτής από τον Δεκέμβριο του 1814, όταν ο Ξάνθος έφυγε από την Οδησσό για την Κωνσταντινούπολη[30], ως τουλάχιστον τον Αύγουστο του 1817, όταν ο Τσακάλωφ του έστειλε από την Οδησσό την από 8 Αυγούστου επιστολή του[31]δεν είχε καμιά απολύτως συμμετοχή[32].

Έρχομαι τώρα στη διαμάχη Ξάνθου-Αναγνωστόπουλου για τα «πρωτεία» στην ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας. Όπως έχουμε ήδη δει, η παρουσία του Ξάνθου στην Οδησσό από τον Φεβρουάριο ως και τον Απρίλιο του 1814, όταν βρίσκονταν εκεί ο Τσακάλωφ και ο Σκουφάς, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Δεν μπορεί επίσης να αμφισβητηθεί η συνάντησή του κατά την ίδια περίοδο με τον Τσακάλωφ στην ίδια πόλη και η σύναψη φιλικών σχέσεων μαζί του. Βέβαιη είναι και η γνωριμία του με τον Σκουφά επίσης στην Οδησσό και κατά το ίδιο χρονικό διάστημα[33]. Βέβαιο είναι επίσης πως όσα έμαθε ο Ξάνθος για τη μυστική επαναστατική οργάνωση και τους Φιλικούς πριν από τον Απρίλιο του 1818 πρέπει να του τα είπε ο Τσακάλωφ, κατά την παραμονή του στην Κπολη από τον Δεκέμβριο του 1817 ως τον Μάρτιο του 1818[34].

Τα παραπάνω αδιαμφισβήτητα στοιχεία μαρτυρούν ότι ο ισχυρισμός του Αναγνωστόπουλου ότι ο Ξάνθος μυήθηκε στην εταιρεία από τον Σκουφά στην  ΚΠολη το 1818[35] είναι ανακριβής. Ακριβές είναι πως ο Σκουφάς πιθανότατα τον Μάιο του 1818 πρώτα «κατήχησε» τυπικά, σύμφωνα με τη «διδασκαλία» που είχαν εκπονήσει με τον Τσακάλωφ στη Μόσχα, τον Ξάνθο στον βαθμό του «ιερέα» και, στη συνέχεια, τον έκανε μέλος της «Κινητικής Αρχής» της Φιλικής Εταιρείας, δίνοντάς του τα στοιχεία «ΑΘ».

 

Το Σπίτι (σήμερα Μουσείο) της Φιλικής Εταιρείας στην Οδησσό.

 

Η οργάνωση

Η «Κινητική Αρχή»

Η εσωτερική οργάνωση της Φιλικής Εταιρείας στα πρώτα χρόνια της δράσης της ήταν εξαιρετικά απλή. Την εταιρεία διηύθυνε η «Αρχή», την οποία γνώριζαν μόνον τα μέλη που την αποτελούσαν. Αρχικά, σ’ αυτήν ανήκαν μόνον οι φερόμενοι ως «θεμελιωτές» της εταιρείας, δηλ. ο Τσακάλωφ και ο Σκουφάς. Με την πάροδο όμως του χρόνου τα πρώτα μέλη της ενέταξαν σ’ αυτήν και ορισμένους άλλους Φιλικούς άλλοτε για οργανωτικούς ή οικονομικούς λόγους και άλλοτε κάτω από την πίεση έκτακτων περιστάσεων.

Η «Κινητική Αρχή» εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως συγκροτημένο «σώμα» με συγκεκριμένες υποχρεώσεις και αρμοδιότητες στο «συνυποσχετικό» που υπέγραψαν τα μέλη της στις 22 Σεπτεμβρίου 1818 (π.ημ.)[36]. Μέλη της «Αρχής» αυτής ήταν, εκτός από τον Αθ. Ν. Τσακάλωφ, και οι Π. Α. Αναγνωστόπουλος, Παναγιώτης Σέκερης και  Εμμ. Ξάνθος, οι οποίοι υπέγραψαν το παραπάνω έγγραφο στην ΚΠολη[37]. Επιπλέον, στην «Αρχή» ανήκαν το 1818 οι Άνθιμος Γαζής και Αντώνιος Κομιζόπουλος, οι οποίοι υπέγραψαν εκ των υστέρων το «συνυποσχετικό», καθώς και ο Αθανάσιος Σέκερης[38], ο οποίος όμως για άγνωστους λόγους δεν υπέγραψε το συγκεκριμένο έγγραφο. Πέρα απ’ αυτούς, το «συνυποσχετικό» το υπέγραψαν, επίσης εκ των υστέρων, οι Γεώργιος Λεβέντης και Νικόλαος Πατζιμάδης, οι οποίοι γνωρίζουμε πως έγιναν δεκτοί στους «Κινούντες όλην την μηχανήν της Φιλικής Εταιρείας», όπως ονομάζονταν τα μέλη της «Αρχής»,  μετά από το 1818[39]. Στην «Κινητική Αρχή» εντάχθηκαν επίσης μετά από το 1818, αλλά δεν υπέγραψαν το «συνυποσχετικό», οι Δομνάνδος και Γρηγόριος Δικαίος ή Παπαφλέσσας[40], καθώς και ο Ιγνάτιος, πρώην μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας, και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος[41].

Σύμφωνα με το «συνυποσχετκό» της 22ας Σεπτεμβρίου 1818, οι «Κινούντες» όφειλαν: 1) Να μην αποκαλύψουν σε κανέναν τα ονόματα των μελών της «Κινητικής Αρχής», 2) να εγκαταλείψουν τις επαγγελματικές τους ασχολίες και να αφοσιωθούν εξολοκλήρου στο συνωμοτικό τους έργο[42], 3) να αλληλοενημερώνονται για τις ενέργειές τους, 4) να διαχειρίζονται τα «χρήματα της Εταιρίας» αποκλειστικά και μόνον «προς ωφέλειαν αυτής», 5) να τηρούν και να διαχειρίζονται την αλληλογραφία ανάμεσα στα μέλη της οργάνωσης, 6) να παίρνουν από κοινού αποφάσεις για σύναψη «συνθήκης με αλλοεθνείς», 7) να συναποφασίσουν για την κήρυξη «γενικής ή μερικής αποστασίας».

Από το «συνυποσχετικό» προκύπτει επίσης ότι, πρώτον, όλα τα μέλη της «Κινητικής Αρχής» ήταν ισότιμα και, δεύτερον, οι αποφάσεις τους έπρεπε να λαμβάνονται συλλογικά και, σε περίπτωση διαφωνίας, με βάση την αρχή της πλειοψηφίας. Από τις υποχρεώσεις αυτές δεν εξαιρέθηκε ούτε ο Ιω. Καποδίστριας[43], στον οποίον οι «Κινούντες» που υπέγραψαν το «συνυποσχετικό» αποφάσισαν να προτείνουν να γίνει  μέλος της «Αρχής».

 

Οι «Εφορείες»        

Η έλλειψη ενός διοικητικού οργάνου το οποίο θα κάλυπτε το κενό ανάμεσα στην «Κινητική Αρχή» και στα μέλη της Φιλικής Εταιρείας αποτελούσε σημαντικό οργανωτικό μειονέκτημα για τη λειτουργία της μυστικής οργάνωσης. Κι αυτό γιατί τα μέλη της εταιρείας για οποιοδήποτε ζήτημα έπρεπε να απευθύνονται στην «Αρχή», η οποία όμως δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως «διοίκηση», αφού οι «Κινούντες» ήταν εγκατεστημένοι σε διαφορετικούς τόπους και ορισμένοι απ’ αυτούς μετακινούνταν συνεχώς. Επομένως, τα ζητήματα που δημιουργούνταν στους κόλπους της οργάνωσης κατά τόπους είτε αντιμετωπίζονταν μεμονωμένα από τα μέλη της «Αρχής» που βρίσκονταν στο συγκεκριμένο τόπο, είτε δεν επιλύονταν, είτε, στη χειρότερη περίπτωση, προκαλούσαν τριβές ανάμεσα στους Φιλικούς. Τα πιο σοβαρά προβλήματα που εμφανίστηκαν ήταν οι καταχρήσεις εισφορών που οι νεοπροσήλυτοι εμπιστεύονταν στους μυητές τους[44], η μη τήρηση της διαδικασίας στις μυήσεις, οι πρωτοβουλίες που έπαιρναν ορισμένα στελέχη εν αγνοία της «Κινητικής Αρχής»[45], καθώς και οι «ομαδοποιήσεις» μελών σε ορισμένες πόλεις[46].

Το κενό που υπήρχε μεταξύ της «Κινητικής Αρχής» και των μελών της Φιλικής Εταιρείας ήρθαν να καλύψουν οι «εφορείες». Επρόκειτο για ολιγομελή διοικητικά όργανα που ιδρύονταν από τους «Κινούντες» στις πόλεις όπου η μυστική οργάνωση είχε πολλά και αξιόλογα μέλη. Οι «εφορείες», οι οποίες έφεραν αρχαιοελληνικά ονόματα[47], αποτελούσαν στην ουσία τοπικά ολιγομελή «συμβούλια», επιφορτισμένα κυρίως με τη συλλογή των συνεισφορών των νεοπροσηλύτων, τον έλεγχο των μυημένων μελών και των μυήσεων, καθώς και με την αλληλογραφία με την «Αρχή»[48]. Από τις πηγές προκύπτει ότι η πρώτη «εφορεία» συστήθηκε στο Γαλάτσι της σημερινής Ρουμανίας τον Φεβρουάριο του 1819 με πρωτοβουλία του Π. Αναγνωστόπουλου[49]. Στη συνέχεια, ιδρύθηκαν «εφορείες» σε όλες σχεδόν τις πόλεις της Ν. Ρωσίας κα των Ρουμανικών Πριγκιπάτων, καθώς και σε πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στις οποίες ζούσαν πολλοί Έλληνες[50].

Με τον τρόπο αυτόν ολοκληρώθηκε το οργανωτικό σχήμα της Φιλικής Εταιρείας, το οποίο υιοθέτησε και ο Αλ. Υψηλάντης, όταν τον Απρίλιο του 1820 αποδέχτηκε την πρόταση να γίνει «Έφορος Γενικός της Ελληνικής Εταιρίας»[51].

 

Η «Διδασκαλία»       

Έρχομαι τώρα στο θέμα των μελών της μυστικής οργάνωσης. Η διαδικασία των μυήσεων, οι «βαθμοί» που απονέμονταν και τα έγγραφα που χορηγούνταν στους Φιλικούς περιγράφονται αναλυτικά στη λεγόμενη «Διδασκαλία» ή «Κατήχησις». Τρία τέτοια κείμενα έχουν σωθεί σε χειρόγραφα «τετράδια». Το πρώτο φυλάσσεται στα  Αρχεία του Κράτους στο Βουκουρέστι[52], το δεύτερο στα Γενικά Αρχεία του Κράτους στην Αθήνα[53] και το τρίτο στο Μουσείο της Μεγάλης Στοάς [των Τεκτόνων] της Ελλάδος[54]. Από την προσεκτική μελέτη τους προκύπτει ότι τα κείμενα παρουσιάζουν μικρές διαφορές μεταξύ τους, οι οποίες προφανώς οφείλονται στις συνεχείς αντιγραφές, αφού η «Διδασκαλία» δεν ήταν δυνατό να τυπωθεί σε φυλλάδιο[55].

Η προμετωπίδα της «Διδασκαλίας».

Μολονότι τα τρία αυτά «τετράδια» δεν φέρουν χρονολογία[56], μπορούμε να υποθέσουμε βάσιμα ότι το αρχικό κείμενο συντάχτηκε μετά από το 1814. Κι αυτό γιατί, σύμφωνα με τον Ξάνθο, η «Κατήχησις» της Φιλικής Εταιρείας «σχεδιάστηκε» μεν από τους τρεις φερόμενους ως ιδρυτές της εταιρείας το 1814 στην Οδησσό[57], αλλά «τελειοποιήθηκε» στη Μόσχα από τους. Σκουφά και Τσακάλωφ κατά την εκεί παραμονή τους[58], η οποία, όπως είδαμε, τοποθετείται από τα τέλη του 1814 ως τα τέλη του 1815. Αν μάλιστα αληθεύει η πληροφορία του Ιω. Φιλήμονα, την οποία προφανώς του έδωσε ο Π. Αναγνωστόπουλος, ότι μετά από τον θάνατο του Σκουφά στην ΚΠολη στα τέλη Ιουλίου του 1818 «οι τρεις, Αναγνωστόπουλος, Τσακάλωφ και Ξάνθος, εφρόντισαν την τελειοποίησιν της Διδασκαλίας και τον σχηματισμόν της Σφραγίδος της Αρχής»[59], τότε μπορούμε να υποθέσουμε βάσιμα πως η «Διδασκαλία» έτυχε περισσότερες της μιας επεξεργασίες και πήρε την τελική της μορφή στο χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο ως και τον Οκτώβριο του 1818[60].

Η «Διδασκαλία» περιείχε λεπτομερείς οδηγίες για την επιλογή των υποψηφίων μελών, τη διαδικασία της μύησης ανάλογα με τον «βαθμό», τους όρκους που έπρεπε να καταθέσει ο μυούμενος, τις συνθηματικές χειρονομίες και λέξεις που έπρεπε να χρησιμοποιεί για να αναγνωρίζει τους ομοιόβαθμους ή χαμηλόβαθμους συντρόφους του, τις δεσμεύσεις που αναλάμβανε, τις υποχρεώσεις του, τους κανόνες που έπρεπε να ακολουθεί στην ζωή του ως Φιλικός, το κρυπτογραφικό αλφάβητο που έπρεπε να χρησιμοποιεί στην αλληλογραφία του με την οργάνωση, το περιεχόμενο των «αφιερωτικών» και «συστατικών» ή «εφοδιαστικών» επιστολών που έπρεπε να συντάξει και να έχει ο νεοπροσήλυτος κ.ά.[61].

Σύμφωνα με τη «Διδασκαλία», στα μέλη της εταιρείας απονέμονταν, ανάλογα με το μορφωτικό επίπεδο, το επάγγελμα και την οικονομική κατάσταση του υποψηφίου, οι εξής τέσσερις «βαθμοί», αρχίζοντας από τον κατώτερο: 1) Του Αδελφοποιτού ή Βλάμη, 2) του Συστημένου, 3) του Ιερέα και 4) του Ποιμένα. Ωστόσο, μετά από το 1818 καθιερώθηκαν τρεις ακόμη ανώτεροι «βαθμοί»: 1) του Αρχιποιμένα, 2) του Αφιερωμένου και 3) του Αρχηγού των Αφιερωμένων. Ο πρώτος απ’ αυτούς φαίνεται ότι «τελειοποιήθηκε» στο Βουκουρέστι, αλλά «δεν έλαβεν έκτασιν, ως οι άλλοι»[62], με αποτέλεσμα να τον καταργήσει το 1820 ο Αλ. Υψηλάντης. Οι δύο άλλοι «βαθμοί» καθιερώθηκαν και πάλι από τον Αλ. Υψηλάντη, για να απονέμονται στους «στρατιωτικούς διοικητάς»[63].

 

Κρυπτογραφικοί κώδικες, σύμβολα, ψευδώνυμα, σφραγίδες

Ο μυστικός χαρακτήρας της Φιλικής Εταιρείας επέβαλε για λόγους ασφαλείας τη χρήση ειδικών σημείων αναγνώρισης των μελών της, κρυπτογραφικών κωδίκων για την αλληλογραφία τους και συμβόλων για την προβολή των ιδεών της.

Συγκεκριμένα, στη «Διδασκαλία» της μυστικής οργάνωσης περιγράφονται με ακρίβεια τα σημεία αναγνώρισης των μελών της, τα οποία βέβαια ήταν διαφορετικά για κάθε βαθμό, καθώς και οι συνθηματικές λέξεις που έπρεπε να ανταλλάξουν κατά την συνάντησή τους οι Φιλικοί, προκειμένου να βεβαιωθούν ότι ανήκουν στη μυστική οργάνωση[64].

Για τη σύνταξη των «επισήμων» εγγράφων και, ιδιαίτερα, των «εφοδιαστικών», οι Φιλικοί δημιούργησαν ένα «κρυπτογραφικό αλφάβητο», στο οποίο συνδύασαν αριθμούς και γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου[65]. Το αλφάβητο αυτό το χρησιμοποιούσαν περιστασιακά και σε πολύ περιορισμένο βαθμό και στην αλληλογραφία τους, προφανώς για να μην προκαλέσουν το ενδιαφέρον των μυστικών υπηρεσιών της εποχής.

Για την αλληλογραφία τους τα μέλη της μυστικής οργάνωσης χρησιμοποιούσαν επίσης δύο «λεξικά» που είχαν επινοήσει οι ίδιοι: 1) Το μετωνυμικό, το οποίο περιείχε 112 συνολικά συνθηματικούς όρους που αντιστοιχούσαν σε πρόσωπα, αξιώματα, αντικείμενα, αφηρημένες έννοιες κ.ά. και 2) το κρυπτογραφικό, στο οποίο οι αριθμοί από το 1 ως το 115 αντιστοιχούσαν σε ονόματα πόλεων, περιοχών και προσώπων[66]. Επιπλέον, χρησιμοποιούσαν ψευδώνυμα αφενός για 27 συνολικά επιφανείς Φιλικούς[67] και, αφετέρου, για τα μέλη της «Αρχής»[68]. Οι τελευταίοι χρησιμοποιούσαν, επιπλέον, στην αλληλογραφία τους και δύο κεφαλαία γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου, από τα οποία το πρώτο ήταν για όλους το «Α», που προφανώς συμβόλιζε την «Αρχή», ενώ το δεύτερο, αρχής γενομένης από το «Β», τους απονεμόταν ανάλογα με τη σειρά εισδοχής τους στην «Αρχή». Έτσι, ο Αθ. Τσακάλωφ είχε πάρει τα γράμματα «ΑΒ», ο Ν. Σκουφάς τα γράμματα «ΑΓ» κ.ο.κ.[69].

Το μυστικό αλφάβητο της Φιλικής Εταιρείας.

Πέρα απ’ όλα αυτά, στα «επίσημα» έγγραφά τους (π.χ. στα «εφοδιαστικά»)[70] οι Φιλικοί χρησιμοποιούσαν διάφορα σύμβολα, όπως τον σταυρό, την άγκυρα, το φίδι, τις 16 ράβδους δεμένες χιαστί με δύο ταινίες, τα γράμματα ΗΕΑ (=Ή ΕλευθερίΑ) ΗΘΣ (=Ή ΘάνατοΣ) κ. ά..

Τέλος, τα έγγραφα που εξέδιδε η «Αρχή» τα επικύρωνε με τη σφραγίδα της που πιθανότατα καθιερώθηκε στα μέσα του 1818. Η σφραγίδα αυτή είχε στρογγυλό σχήμα και έφερε στην περιφέρειά της εννιά κεφαλαία γράμματα, ενώ στο κέντρο της τον αριθμό 16, ένα σταυρό και το γράμμα «Ε»[71].

Η σφραγίδα της Φιλικής Εταιρείας.

 

Ποια πρότυπα ακολούθησαν οι συντάκτες της «Διδασκαλίας» των Φιλικών;

Σύμφωνα με τον Ξάνθο, οι τρεις ιδρυτές της εταιρείας την σχεδίασαν «δανεισθέντες πολλούς κανόνας από την εταιρίαν των Φραγκ-Μασόνων»[72], της οποίας ο ίδιος είχε γίνει μέλος στη Λευκάδα το 1813[73]. Την ίδια άποψη διατύπωσε και ο Ιω. Φιλήμων, μιλώντας για τον «οργανισμό» της εταιρείας: «Οι αυτουργοί του εδανείσθησαν Κανόνας πολλούς από την Εταιρίαν των Μασσόνων, και τους εφήρμοσαν επιτηδείως εις το πνεύμα και τα πάθη του Έθνους»[74]. Πράγματι, οι «βαθμοί», οι κώδικες επικοινωνίας και ορισμένα από τα σύμβολα που χρησιμοποιούσαν οι Φιλικοί παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα με εκείνα των Τεκτόνων[75]. Ωστόσο, οφείλω να επισημάνω εδώ ότι οι Φιλικοί, σε αντίθεση με τους Τέκτονες, δεν είχαν «στοές», δεν συνεδρίαζαν, δεν έφεραν κανενός είδους διακριτικά και δεν είχαν άλλες τελετές, εκτός από την τελετή μύησής τους στην εταιρία.

Σε ό,τι αφορά τη διαδικασία και τα στάδια της μύησης, από τη σύγκριση της «Διδασκαλίας» των Φιλικών με εκείνη των Καρμπονάρων[76], προκύπτουν, κατά τη γνώμη μου, περισσότερες και σημαντικότερες ομοιότητες με την ιταλική μυστική οργάνωση[77].

Τέλος, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα ορισμένα στοιχεία που εμφανίζονται στην οργάνωση της Φιλικής Εταιρείας να προέρχονται από το «Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο». Στην υπόθεση αυτή μας οδηγεί το γεγονός ότι  ο Τσακάλωφ, κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Παρίσι (1809-1811;), είχε υπάρξει μέλος της παραπάνω μυστικής εταιρείας[78]. Δεδομένου λοιπόν ότι ο Τσακάλωφ, όπως είδαμε, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην «τελειοποίηση» της «Διδασκαλίας» της Φιλικής Εταιρείας, δεν αποκλείεται, να χρησιμοποίησε στοιχεία από το οργανωτικό σχήμα του «Ελληνόγλωσσου Ξενοδοχείου». Δυστυχώς όμως τα ελάχιστα στοιχεία που γνωρίζουμε για τη  συγκεκριμένη μυστική οργάνωση δεν μας επιτρέπουν να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα.

Απ’ όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι η Φιλική Εταιρεία παρουσιάζει στο οργανωτικό της σχήμα πολλές ομοιότητες με τον Τεκτονισμό, καθώς και με τις ελληνικές και ξένες μυστικές εταιρείες της εποχής της[79], αλλά δεν αποτελούσε ούτε πιστό «αντίγραφο», ούτε ακόμη περισσότερο «παράρτημα»[80] κάποιας συγκεκριμένης από αυτές.

 

Οι Φιλικοί

Στη «Διδασκαλία» της Φιλικής Εταιρείας προβλέπεται ρητά ότι στη μυστική οργάνωση γίνονταν δεκτοί μόνον Έλληνες[81]. Εντούτοις, φαίνεται ότι σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις έγιναν δεκτοί και ορισμένοι «ξένοι», επειδή προφανώς το επέβαλαν συγκεκριμένες έκτακτες ανάγκες[82].

Η δεύτερη απαγόρευση αφορούσε στις γυναίκες. Μολονότι δεν υπάρχει ρητή αναφορά στη «Διδασκαλία», είναι βέβαιο πως η μύηση των γυναικών δεν επιτρεπόταν, λόγω αφενός της θέσης της γυναίκας στην κοινωνία της εποχής εκείνης και, αφετέρου, των προκαταλήψεων που τη συνόδευαν. Η απαγόρευση προκύπτει από τους γνωστούς καταλόγους των Φιλικών, από τους οποίους απουσιάζουν ονόματα γυναικών. Υπάρχει όμως και εδώ μία εξαίρεση: πρόκειται για τη σύζυγο ενός Φιλικού από τη Σμύρνη, την οποία μύησε αναγκαστικά στην εταιρεία ο ίδιος ο σύζυγός της, επειδή ανακάλυψε τα έγγραφα που επιμελώς της έκρυβε[83].

Η τρίτη απαγόρευση αφορούσε σε «όσους είχον μεγάλα συμφέροντα πλησίον των Τούρκων»[84]. Τέτοια διάταξη δεν υπάρχει βέβαια στη «Διδασκαλία». Ωστόσο, στον «μεγάλο όρκο» ο μυούμενος, ανάμεσα στα άλλα, υπόσχεται να «θρέφει εις την καρδίαν του αδιάλλακτον μίσος εναντίον των τυράννων της πατρίδος του και των οπαδών τους και ομοφρονούντων» (υπογρ. δική μου)[85]. Πιθανότατα ξεκινώντας από αυτήν την αναφορά, ο Αναγνωστόπουλος αντέδρασε στη μύηση των «αρχόντων της Πελοποννήσου»[86], ενώ άλλοι Φιλικοί απέκλεισαν από την εταιρεία τους Φαναριώτες και τον «ανώτατο κλήρο»[87]. Πάντως η «απαγόρευση» αυτή δεν ίσχυσε τελικά, αφού το 1819 και το 1820 αρκετοί πρόκριτοι και αρχιερείς της Πελοποννήσου και των νησιών[88], καθώς και ορισμένοι Φαναριώτες έγιναν μέλη της Φιλικής Εταιρείας[89].

Το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν όσοι ερευνητές ασχολούνται με την Φιλική Εταιρεία αφορά στον αριθμό των μελών της. Κι αυτό γιατί η μυστικότητα της οργάνωσης, η καταστροφή εγγράφων για λόγους ασφαλείας από τους ίδιους τους Φιλικούς, η απώλεια εγγράφων για πολλούς και διάφορους λόγους, η μη τήρηση όλων των προβλεπόμενων όρων κατά τη μύηση πολλών Φιλικών[90], και κυρίως η μη χρήση εγγράφων κατά τη μύηση στον πρώτο βαθμό, δηλ. των «αδελφοποιτών»[91], περιόρισαν σε πολύ μεγάλο βαθμό τις πηγές που θα μας επέτρεπαν να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ορισμένοι ιστορικοί, επηρεασμένοι προφανώς από φήμες, υπέθεσαν πως τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας ανέρχονταν σε εκατοντάδες χιλιάδες[92].

Οι μόνες ασφαλείς πληροφορίες που έχουμε για τα μέλη της εταιρείας προέρχονται από τρεις καταλόγους που έχουν δημοσιευτεί ως σήμερα. Ο πρώτος περιλαμβάνει 520 ονόματα Φιλικών, την ημερομηνία μύησης, τον «κατηχητή» και «τα σημεία αφιερώσεως και καθιερώσεώς των» και δημοσιεύτηκε αυτούσιος από τον Ι. Α. Μελετόπουλο το 1967[93]. Ο δεύτερος εκπονήθηκε από τον Ιω. Φιλήμονα, περιλαμβάνει 692 ονόματα και δημοσιεύτηκε το 1859[94]. Ό τρίτος, τέλος, κατάλογος εκπονήθηκε από τον Βαλέριο Μέξα, περιλαμβάνει 541 ονόματα και δημοσιεύτηκε το 1937[95]. Ο συνολικός αριθμός των μελών της Φιλικής Εταιρείας που περιλαμβάνονται και στους τρεις αυτούς καταλόγους ανέρχεται στους 1033[96].

Από την προσεκτική μελέτη των στοιχείων που περιέχουν οι παραπάνω κατάλογοι και από την αξιοποίηση άλλων πηγών προκύπτουν τα εξής:

1. Κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων ετών της δράσης των Φιλικών, δηλ. από τα τέλη του 1814 ως τα τέλη του 1817, οι μυήσεις ήταν μόλις 42[97] και είχαν γίνει όλες στη Ρωσία. Η συντριπτική πλειονότητα των προσηλύτων ήταν εγκατεστημένοι και δραστηριοποιούνταν στη Ρωσία, ενώ ελάχιστοι ήταν εκείνοι που ζούσαν στις ελληνικές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας[98].

2. Οι αθρόες μυήσεις άρχισαν από το 1818 και συνεχίστηκαν με ολοένα και αυξανόμενους ρυθμούς ως το 1821[99]. Κατά τη διάρκεια των τριών και πλέον αυτών ετών οι «κατηχητές» ανέπτυξαν τη δράση τους, εκτός από τη Ν. Ρωσία[100], στα Ρουμανικά Πριγκιπάτα, στην ΚΠολη, στην Πελοπόννησο, στα νησιά του Αιγαίου, στα παράλια της Μ. Ασίας, στα Επτάνησα, ακόμη και στην Αίγυπτο.

3. Η Φιλική Εταιρεία γνώρισε περιορισμένη διάδοση στη Στερεά Ελλάδα, τη Θεσσαλία (εκτός από το Πήλιο, όπου έδρασε ο Άνθ. Γαζής), τη Μακεδονία και τη Θράκη.

4. Η μυστική επαναστατική οργάνωση δεν μπόρεσε να διεισδύσει στις ελληνικές παροικίες της Κεντρικής και της Δυτικής Ευρώπης. Μόνο στην Πίζα της Ιταλίας είχαμε έναν αξιόλογο πυρήνα Φιλικών και ελάχιστα μέλη σε κάποιες άλλες ιταλικές πόλεις[101].

5. Η πλειονότητα των γνωστών μελών της μυστικής οργάνωσης ήταν έμποροι[102].

6. Αν και στην ίδια χρονική περίοδο ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός γνώρισε τη μεγαλύτερή του ανάπτυξη, ελάχιστοι ήταν οι έλληνες διανοούμενοι που έγιναν Φιλικοί[103].

7. Οι περισσότεροι Φαναριώτες μυήθηκαν στην εταιρεία μετά από την ανάληψη της αρχηγίας της από τον Αλ. Υψηλάντη[104].

8. Οι περισσότεροι πρόκριτοι και αρχιερείς της Πελοποννήσου μυήθηκαν στα τελευταία δύο χρόνια πριν από την επανάσταση[105].

9. Η πλειονότητα των γνωστών μελών της μυστικής οργάνωσης κατάγονταν από την Πελοπόννησο[106].

Ο όρκος των τριών Φιλικών . Χαρακτικό του Βασίλη Φαληρέα.

Μολονότι δεν γνωρίζουμε – και κατά τη γνώμη μου δεν θα μάθουμε ποτέ – τον πραγματικό αριθμό των μελών της Φιλικής Εταιρείας, εντούτοις από τις πηγές προκύπτει ότι η μυστική επαναστατική οργάνωση γνώρισε μεγάλη διάδοση κυρίως κατά τα τρία χρόνια πριν από την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης.

Σημαντικό ρόλο στη διάδοση της εταιρείας από το 1818 ως το 1821, καθώς και στην προετοιμασία της επανάστασης έπαιξαν οι λεγόμενοι «απόστολοι»[107]. Πρόκειται για επιφανείς Φιλικούς, συμπεριλαμβανομένων και των περισσότερων μελών της «Αρχής», οι οποίοι εστάλησαν σε συγκεκριμένες περιοχές (π.χ. στην Πελοπόννησο, στη Μάνη, στην Ήπειρο, στη Μακεδονία, στα Επτάνησα, στα νησιά του Αιγαίου, στην Αλεξάνδρεια κ. α.) με τους εξής κύριους στόχους: 1) Να στρατολογήσουν νέα μέλη στη μυστική οργάνωση, 2) να συγκεντρώσουν όσα περισσότερα χρήματα μπορούσαν για την κάλυψη των μεγάλων αναγκών της εταιρείας 3) να οργανώσουν τους κατά τόπους Φιλικούς και 4) να μελετήσουν την πραγματική κατάσταση των περιοχών που θα συμμετείχαν στην επανάσταση. Η πρώτη αποστολή έγινε το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1818 με εντολή της «Αρχής» από την Κωνσταντινούπολη[108], ενώ η δεύτερη το φθινόπωρο του 1820 με εντολή του Αλ. Υψηλάντη μετά από τη μυστικοσυνέλευση των Φιλικών στο Ισμαήλι της Βεσσαραβίας[109].

Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί ο «επαγγελματισμός» που επέδειξαν οι περισσότεροι «απόστολοι», οι οποίοι αφοσιώθηκαν κυριολεκτικά στο συνωμοτικό τους έργο, εγκαταλείποντας ακόμη και την οικογένειά τους[110]. Παρακολουθώντας μέσα από τις πηγές τις μετακινήσεις τους στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην τσαρική Ρωσία, στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων και στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα, ο ερευνητής μένει κατάπληκτος από την ικανότητά τους να ξεγλιστρούν από τις μυστικές υπηρεσίες της εποχής εκείνης, προκειμένου να φέρουν σε πέρας ιδιαίτερα επικίνδυνες αποστολές με πολύ πενιχρά μέσα και ελάχιστη βοήθεια.

Καθοριστικό ρόλο στην επιτυχημένη μυστική δράση των επιφανών στελεχών της εταιρείας έπαιξε, πέρα από τις προσωπικές τους ικανότητες, και η αυστηρή τήρηση από όλους των δύο βασικών υποχρεώσεων των Φιλικών:  της απόλυτης εχεμύθειας και της υπακοής στις εντολές της «Κινητικής Αρχής» και των «εφόρων». Αξίζει να σημειώσω εδώ πως η παραβίαση των υποχρεώσεων αυτών συνεπαγόταν ακόμη και την ποινή του θανάτου, την οποία προέβλεπε ο «μέγας όρκος»[111].

Γνωρίζουμε μάλιστα δύο τουλάχιστον περιπτώσεις, στις οποίες εφαρμόστηκε αυτή η ποινή. Πρόκειται, πρώτον, για τον Ν. Γαλάτη[112], ο οποίος εκτελέστηκε τον Ιανουάριο του 1818 στην Ερμιονίδα της Πελοποννήσου[113], επειδή είχε δημιουργήσει βάσιμες υποψίες ότι θα αποκάλυπτε τα μυστικά της εταιρείας στις οθωμανικές αρχές[114]. Και, δεύτερον, για τον Καμαρηνό Κυριακό, τον οποίο έπνιξαν μέλη της εταιρείας στον ποταμό Δούναβη τον Δεκέμβριο του 1820, επειδή απειλούσε ότι θα αποκαλύψει αφενός την αλήθεια για την «Αρχή» και, αφετέρου, το ότι ο Ιω. Καποδίστριας ήταν αντίθετος με τα επαναστατικά σχέδια της μυστικής οργάνωσης[115].

Όρκος. Ορκωμοσία φιλικού, πιθανόν του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη. Ελαιογραφία σε ξύλο του Διονυσίου Τσόκου, 1849.

 

Η εκλογή του «αρχηγού»

Αμέσως σχεδόν μετά από την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας οι «θεμελιωτές» της συνειδητοποίησαν την ανάγκη να αναθέσουν την «αρχηγία» της σε επιφανή Έλληνα, ο οποίος θα αποτελούσε αφενός εχέγγυο για την επιτυχή έκβαση των σχεδίων της μυστικής οργάνωσης και, αφετέρου, πόλο έλξης για τους Έλληνες.

Στα χρόνια εκείνα το πρόσωπο που αναμφισβήτητα πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις ήταν ο Ιωάννης Καποδίστριας. Κι αυτό γιατί, εκτός από την ευγενική του καταγωγή και  την λαμπρή του σταδιοδρομία στην υπηρεσία του τσάρου Αλεξάνδρου Α΄, είχε ήδη δείξει τα πατριωτικά του αισθήματά τόσο κατά τη θητεία του ως Γραμματέας της Επτανήσου Πολιτείας (1803-1807)[116], όσο και ως ο ιθύνων νους της Φιλομούσου Εταιρείας της Βιέννης[117]. Για όλους αυτούς τους λόγους ο Καποδίστριας φάνταζε ως η ιδανική λύση για την ανάληψη της «αρχηγίας» της Φιλικής Εταιρείας.

Η πρώτη προσπάθεια προσέγγισης του Καποδίστρια έγινε το 1817. Οι «θεμελιωτές» της μυστικής οργάνωσης χρησιμοποίησαν τον Νικόλαο Γαλάτη, ένα νεαρό φιλόδοξο Επτανήσιο, τον οποίο μύησε στην εταιρεία ο Σκουφάς στην Οδησσό το 1816 και τον έκανε μέλος της «Αρχής»[118]. Ο Γαλάτης πήγε στην Πετρούπολη, συναντήθηκε με τον επιφανή έλληνα διπλωμάτη τον Ιανουάριο του 1817 και του πρότεινε την «αρχηγία» της μυστικής οργάνωσης[119]. Ο Καποδίστριας φυσικά αρνήθηκε, επειδή, πρώτ’ απ’ όλα, ήταν αντίθετος με τις μυστικές εταιρείες που επιδίωκαν την βίαιη ανατροπή του καθεστώτος που είχε επιβάλλει η «Ιερή Συμμαχία»[120] και, δεύτερον, η θέση του δεν του επέτρεπε να αναμειχθεί σε κανενός είδους επαναστατικά σχέδια.

Ωστόσο, δύο χρόνια αργότερα οι ηγέτες της εταιρείας επανήλθαν στην πρότασή τους προς τον Καποδίστρια. Συγκεκριμένα, μετά από συζητήσεις που έγιναν στην Κωνσταντινούπολη τον Σεπτέμβριο του 1818 τα μέλη της «Αρχής» αποφάσισαν να σταλεί ο Εμμ. Ξάνθος στην Πετρούπολη, για να προτείνει στον Καποδίστρια την αρχηγία[121]. Αυτήν τη φορά μάλιστα συντάχτηκε και σχετικό «συνυποσχετικό», το οποίο, όπως είδαμε, υπέγραψαν τα περισσότερα από τα μέλη της «Αρχής». Πράγματι, ο Ξάνθος συναντήθηκε με τον Καποδίστρια τον Ιανουάριο του 1820, αλλά ο τελευταίος αρνήθηκε και πάλι κάθε ανάμειξή του στην εταιρεία[122].

Αριστερά: Αλέξανδρος Υψηλάντης. Δεξιά: Έγγραφο της Φιλικής Εταιρείας που φέρει στο τέλος την υπογραφή του Αλέξανδρου Υψηλάντη και την προσωπική σφραγίδα σε κόκκινο βουλοκέρι με το οικόσημο της οικογένειας του. Υπογεγραμμένο στο Κισνόβιο της Βεσαραβίας (σημερινό Κισινάου Μολδαβίας) στις 29 Δεκεμβρίου του 1820. (Αρχείο Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος)

Ο Ξάνθος, για να ξεπεράσει το αδιέξοδο, στράφηκε προς τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, γιο του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, πρώην ηγεμόνα της Βλαχίας, ήρωα των ναπολεόντειων πολέμων, ο οποίος έφερε τον βαθμό του υποστρατήγου του ρωσικού στρατού και υπηρετούσε τιμής ένεκεν στη φρουρά του τσάρου[123]. Ο Αλ. Υψηλάντης δέχτηκε την πρόταση του Ξάνθου[124] και στις 12 Απριλίου 1820 ονομάστηκε «Έφορος Γενικός της Ελληνικής Εταιρίας»[125].

 

Οι πολιτικοί στόχοι της Φιλικής Εταιρείας

Οι «ιδρυτές» της Φιλικής Εταιρείας έθεσαν ευθύς εξαρχής ως μοναδικό σκοπό της ίδρυσής της την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους. Αυτό προκύπτει ξεκάθαρα από τη «Διδασκαλία» της μυστικής οργάνωσης, στην οποία δηλώνεται ρητά ότι «ο σκοπός αυτών είναι η καλυτέρευσις του έθνους και, αν ο Θεός το συγχωρήση, η ελευθερία των»[126], δηλ. των Ελλήνων. Το ίδιο επανέλαβε και ο Ξάνθος στα Απομνημονεύματά του.  Αναφερόμενος στην ίδρυσή της Φιλικής Εταιρείας, σημείωσε ότι πρότεινε στους Σκουφά και Τσακάλωφ την ιδέα «να συστήσωσι μίαν Εταιρίαν σκοπόν αμετάτρεπτον έχουσα την ελευθερίαν της Πατρίδος». Και, κλείνοντας την αφήγησή του, επανήλθε στο θέμα, για να τονίσει: «Αντικείμενον» της εταιρείας «ήτον η τω όντι απίθανος παρ’ όλων των πολιτικών και σοφών της Ευρώπης θεωρουμένη ανέγερσις και ελευθέρωσις του Ελληνικού Έθνους και της Πατρίδος μας»[127].

Οι Φιλικοί, για να επιτύχουν την «ελευθερία της Πατρίδος», έθεσαν μια σειρά από στόχους, οι οποίοι επρόκειτο να εξυπηρετήσουν τον ένα και μοναδικό αυτόν σκοπό.

Ο πρώτος και κύριος, κατά τη γνώμη μου, στόχος ήταν ο «αυτόνομος αγώνας». Δηλ. η επανάσταση των Ελλήνων κατά του σουλτάνου, χωρίς τη βοήθεια κάποιας ξένης δύναμης. Πολύ χαρακτηριστικά ο Ξάνθος τόνισε στα Απομνημονεύματά του: «Απεφάσισαν [οι τρεις «ιδρυτές» της μυστικής οργάνωσης-ΚΚΧ] να επιχειρισθώσι την σύστασιν τοιαύτης Εταιρίας […] διά να ενεργήσωσι μόνοι των, ό,τι ματαίως και προ πολλού χρόνου ήλπιζον από την φιλανθρωπίαν των χριστιανών βασιλέων»[128].

Η ιδέα του αυτόνομου αγώνα δεν εμφανίστηκε βέβαια για πρώτη φορά στους Φιλικούς. Πρώτος την εισηγήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα ο Ρήγας Βελεστινλής, ο οποίος διακήρυξε την ανάγκη της επανάστασης όλων των υπηκόων του σουλτάνου[129], προκειμένου να καταλύσουν την τυραννία του τελευταίου και να εγκαθιδρύσουν στην «καθ’ ημάς Ανατολή» την «Ελληνική Δημοκρατία»[130]. Για δεύτερη φορά η ιδέα του αυτόνομου αγώνα – αυτή τη φορά μόνον των Ελλήνων – εμφανίστηκε το 1806 στον Ανώνυμο της «Ελληνικής Νομαρχίας»[131]. Επηρεασμένοι από τις ιδέες των δύο παραπάνω ελλήνων πατριωτών, οι Φιλικοί υιοθέτησαν την ιδέα «να ενεργήσωσι μόνοι των» την «ανέγερσιν και ελευθέρωσιν του Ελληνικού Έθνους και της Πατρίδος». Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως είχαν εγκαταλείψει πλήρως την ιδέα της ρωσικής βοήθειας, η οποία επί ένα και πλέον αιώνα έτρεφε το όραμα των χριστιανών υπηκόων του σουλτάνου για απελευθέρωση. Η διαφορά ήταν πως οι Φιλικοί είχαν αποφασίσει να οργανώσουν και να πραγματοποιήσουν την επανάσταση μόνοι τους και μετά να ζητήσουν από την ομόδοξη Ρωσία να στηρίξει τον εθνικοαπελευθερωτικό τους αγώνα[132].

Εφοδιαστικό της Φιλικής Εταιρείας.

Ο δεύτερος στόχος των Φιλικών ήταν η κοινή εξέγερση όλων των ορθόδοξων βαλκανικών λαών[133], Σέρβων, Μαυροβουνίων, Ρουμάνων, Βουλγάρων[134] και Αλβανών[135], εναντίον των Οθωμανών. Γνωρίζοντας πολύ καλά πως μόνοι τους οι Έλληνες ήταν αδύνατο να αντιμετωπίσουν στρατιωτικά τους Οθωμανούς, οι επιφανείς Φιλικοί εκπόνησαν σχέδια κοινής επανάστασης όλων των Βαλκάνιων, προκειμένου να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τις στρατιωτικές δυνάμεις του σουλτάνου. Ο στόχος αυτός, πρώτον, περιγράφεται ξεκάθαρα στο λεγόμενο «Σχέδιο Γενικό» που εκπόνησαν οι Φιλικοί και το οποίο εγκρίθηκε στη μυστική συνέλευση που συγκάλεσε στο Ισμαήλι της Βεσσαραβίας ο Αλ. Υψηλάντης την 1η Οκτωβρίου 1820 ενόψει της κήρυξης της επανάστασης[136]. Και, δεύτερον, επιχειρήθηκε να πραγματοποιηθεί με την υπογραφή «συμφωνιών» με τον Σέρβο Μίλος Ομπρένοβιτς[137] και με τον Ρουμάνο Tudor Vladimirescu[138].

Ο τρίτος στόχος των Φιλικών ήταν η αξιοποίηση κάθε ευνοϊκής συγκυρίας που θα μπορούσε να βοηθήσει στην επίτευξη του πρωταρχικού σκοπού. Αναφέρομαι, πρώτ’ απ’ όλα, στη σύγκρουση του Αλή-πασά των Ιωαννίνων με τον σουλτάνο (1820-1822), η οποία είχε προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση στην Ήπειρο, τη Δυτική Στερεά Ελλάδα και τη Δυτική Μακεδονία[139]. Οι Φιλικοί εκμεταλλεύτηκαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτήν τη σύγκρουση, για να επιτύχουν αφενός την επάνοδο των εμπειροπόλεμων Σουλιωτών στην Ήπειρο και την ενίσχυση των στρατιωτικών σωμάτων των ελλήνων αρματολών και, αφετέρου, την απομάκρυνση των οθωμανικών στρατιωτικών δυνάμεων από τη νότια Ελλάδα και, κυρίως, από την Πελοπόννησο. Δεύτερη ευνοϊκή συγκυρία υπήρξε ο διορισμός του Μιχαήλ Σούτσου ως ηγεμόνα της Μολδαβίας. Επιτυγχάνοντας τη μύησή του στη μυστική οργάνωση, οι Φιλικοί εξασφάλισαν την αμέριστη συμπαράστασή του στην επικείμενη επανάσταση[140]. Τρίτη ευνοϊκή συγκυρία υπήρξε ο θάνατος τον Ιανουάριο του 1821 του ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρου Σούτσου. Οι Φιλικοί εκμεταλλεύτηκαν το κενό εξουσίας που δημιουργήθηκε και βοήθησαν τον Tudor Vladimirescu να  ξεκινήσει την επιτυχημένη εξέγερση των Ρουμάνων της Βλαχίας[141]. Ευνοϊκή συγκυρία υπήρξε, κατά τη γνώμη μου, και η κήρυξη το 1820 της επανάστασης στη Νάπολη και στο Πεδεμόντιο[142]. Κι αυτό γιατί οδήγησε τα μέλη της Ιερής Συμμαχίας να αποφασίσουν στο Λάϋμπαχ την κατάπνιξή της από τα αυστριακά στρατεύματα[143]. Αυτό ήταν ένα πολύ καλό προηγούμενο, επειδή κατ’ αντιστοιχία η Ρωσία θα μπορούσε να ζητήσει από την Ι. Συμμαχία να στείλει τα στρατεύματα της στα Ρουμανικά Πριγκιπάτα δήθεν για να αποκαταστήσουν την «τάξη». Αυτό όμως θα προκαλούσε κατά πάσα πιθανότητα νέο ρωσοτουρκικό πόλεμο, ο οποίος βέβαια ευνοούσε τα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας.

Αυτό που δεν προκύπτει από τις πηγές είναι το αν οι Φιλικοί είχαν διαμορφώσει άποψη για το κράτος που επρόκειτο να δημιουργηθεί μετά από την απελευθέρωση. Επειδή στις προκηρύξεις που εξέδωσε ο Αλ. Υψηλάντης μετά από την κήρυξη της επανάστασης γίνεται λόγος συνεχώς για την «Ελλάδα» και για το «έθνος των Ελλήνων», μπορούμε να υποθέσουμε βάσιμα ότι ο σκοπός ήταν η δημιουργία ενός «κράτους των Ελλήνων», δηλ. ενός ελληνικού εθνικού κράτους.  Ωστόσο, η έκταση που έπρεπε να έχει αυτό το κράτος και το πολίτευμά του δεν προσδιορίζονται[144]. Το πιθανότερο, κατά τη γνώμη μου, αίτιο ήταν το ότι οι Φιλικοί, έχοντας θέσει ως μοναδικό σκοπό τους την απελευθέρωση των Ελλήνων και γνωρίζοντας τις τεράστιες δυσκολίες που επρόκειτο να αντιμετωπίσουν για την επίτευξή του, έκριναν ως πολύ πρώιμη ή ακόμη και άκαιρη τη διατύπωση ιδεών για τη μορφή του κράτους που επρόκειτο να συσταθεί μετά από την επανάσταση.

Ο Κωνσταντίνος Κ. Χατζόπουλος είναι Ομότιμος Καθηγητής του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Μεταξύ των ετών 2014 και 2017 διετέλεσε Κοσμήτορας της αρτισύστατης τότε Σχολής Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών του ιδίου Πανεπιστημίου.
Εκπαιδευτικός: Κωνσταντινόπουλος Πάνος
Πηγή: https://clioturbata.com/%CE%B1%CF%80%CF%8C%CF%88%CE%B5%CE%B9%CF%82/chatzopoulos-filiki-eteria/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου