Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2021

"Ο θάνατος του Αθανάσιου Διάκου", του Κώστα Κρυστάλλη

 TMHMA ΣΤ1

ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ: H ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΔΙΑΚΟΥ
του Κώστα Κρυστάλλη

Aντίκρυ του, σαν όμορφο

του Φειδίου άγαλμα

καθόντανε σε μάρμαρο

εκείνος ο μεγάλος

της Αλαμάνας ήρωας,

σαν Λεωνίδας άλλος,

ο Διάκος ο καταστροφεύς

κι εχθρός του Κορανίου.



Κοιτάζει όλους μια φορά

μ' αστραπηβόλα μάτια,

και με μια σοβαρότητα.

Το ζέρβιο χέρι βάνει

μέσ' στο ζερβί του το πλευρό.

Βγάζει το γιαταγάνι,

και λέγει: «Αδέλφια, βλέπετε;

Γίνηκε δυο κομμάτια

αυτό το γιαταγάνι μου

κι αυτό το τσακισμένο

τουφέκι μου· θα μαρτυρούν

πάντα το θάνατο μου,

το θάνατό μου το σκληρό

και το μαρτύριο μου,

μέσ' στ' Αλαμανογέφυρο

το τόσο δοξασμένο.



Άκουσα ότι στα βουνά

μαύρη Τουρκιά πλακώνει,

ότι Σκορδιάνους διαλεχτούς

δέκα οχτώ χιλιάδες

από κοντά τους φέρνουνε

δυό λύκοι, δυό πασσάδες,

κειός ο Κιοσέ Μεχμέτ - πασσάς,

με τον Ομέρ - Βρυώνη.



Έμεινα με σαράντα οχτώ

συντρόφους, παλληκάρια.

Την Αλαμάνα πιάσαμε.

Ανάφτει το τουφέκι.

Και κάθε, κάθε μας φωτιά

ήταν αστροπελέκι.

Τρεις ώρες πολεμήσαμε

πίσω 'πό τα λιθάρια.



Τη μιά χιλιάδα των Τουρκών

σκορπίζαμε κι η άλλη

πυκνότερη μας πλάκωνε.

Σκορπιότανε κι εκείνη,

και πίσω της άλλη φωτιά

άναφτε σαν καμίνι.

Κι εμείς τους εσκορπίζαμε

με λύσσα και με ζάλη.



Τα βόλια μας επέφτανε

ζεστά στους Οσμανλήδες

κι εκείνοι στρώνονταν στη γη.

— Παιδιά! μη φοβηθήτε,

παλληκαράδες, φώναξα,

σαν Έλληνες σταθήτε!

Κτυπάτε! μη σας φύγουνε

της νίκης οι ελπίδες!



Φλογίσθη το τουφέκι (μου)

και σχίσθηκε στη μέση.

Τότε ορθός πετάζομαι,

τη σπάθη μου γυμνώνω

και μπαίνω μέσα στην Τουρκιά

και σφάζω και σκοτώνω,

κι Όμέρ - Βριώνης γλύτωσε

απ' το σπαθί να πέσει.



Άξαφνα μούρθε τουφεκιά,

σα φλεγορό χαλάζι.

Τσακίσθηκε κι η σπάθη μου

και το δεξί μου χέρι.

Αδειάζω τα πιστόλια μου

και φώναξα στο ασκέρι

να με σκοτώσουνε.

Κανείς δε μ' απαντάει, δεν κράζει



Έπεσα τότε ζωντανός

στους Τούρκους και μ' αρπάζουν.

Στη μέση τους με βάλανε

οι άπιστοι φονιάδες.

Χιλιάδες μπρος και στα πλευρά,

και πίσω μου χιλιάδες.

Μου λέγουν Τούρκος να γενώ

και χρήματα μου τάζουν.



Κι Ομέρ - Βριώνης μυστικά

μ' ερώταγε στο δρόμο:

«Γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου,

την πίστι σου ν' αλλάξεις,

να προσκυνήσεις στο τζαμί

και τον Αλλάχ!!!... να κράξεις??»

Κι εγώ πικρά τον ύβριζα,

και πήρε φόβο, τρόμο.



«Πάτε και σεις, κι η πίστη σας,

μουρτάρηδες, χαθήτε,

Διάκος εγώ γεννήθηκα

και Διάκος θα πεθάνω.

Δε θέλω τη θρησκεία σας

και τα φλουριά τα χάνω»

Πέντ’  εξ ήμερες τη ζωή,

αν, θέλετε, μ' αφήτε.



Λυσσάζουν από το θυμό

οι σκύλοι. Με περνούνε

σ' ένα ελάτινο σουβλί,

ολόρθονε με σταίνουν,

φωτιά με ξύλ' αναφτούνε

και στη φωτιά με ψένουν

σαν το κριάρι [το σφακτό].

Και ψητόν στο λόγγο με πετούνε.»



Είπε και σιωπή βαθειά

όλους εκεί πλακώνει·

όλοι τον Διάκο άκουγαν

κανένας δεν μιλάει.

Κρυφά, σιωπηλά ο εις

τον άλλονε τηράει..........

ΠΗΓΗ: www.daskalosa.eu

Εκπαιδευτικός: Αλεξανδρόπουλος Γιάννης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου